- ἀναλυτικῶς
- ἀναλυτικόςanalyticaladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
ԼՈՒԾՈՂԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0895 Chronological Sequence: 8c, 13c մ. ἁναλυτικῶς resolvendo. Վերլուծութեամբ. կամ դարձուածով բանից եւ բացատրութեամբ. *Դարձեալ ʼի նոցանէ որպէս ʼի պատկերաց ʼի պարզութիւնն կոյս երկնայնոցն իմացութեանց լուծողապէս դարձցուք. Դիոն. երկն.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)